ἀρχέστατος

ἀρχέστατος
ἀρχεστατος, irreg. [comp] Sup. of ἀρχαῖος,
A most ancient, A.Fr.187.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αρχέστατος — ἀρχέστατος, ο (Α) ο πάρα πολύ αρχαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχε * + στατος < ίστημι] …   Dictionary of Greek

  • АРХЕСТРАТ —    • Archestrătus,          Άρχέστατος, родом из Гелы, современник Дионисия Младшего, подобно многим нижнеитальянским и сицилийским писателям прославившийся в области литературы высшего поваренного искусства и гастрономии; написал гекзаметрами в… …   Реальный словарь классических древностей

  • αρχε- — (AM ἀρχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη μορφή αρχε ως α συνθετικό εμφανίζεται ένας μικρός σχετικά αριθμός συνθέτων λέξεων της Ελληνικής, της αρχαίας κυρίως, απ όπου μερικές διατηρήθηκαν και στη νέα Ελληνική, των οποίων το β συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”